ατμοπλοϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατμοπλοϊκός < ατμόπλοι(ο) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ατμοπλοϊκός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ατμπλοϊκά
- ατμοπλοϊκώς
- → δείτε τις λέξεις ατμόπλοιο, ατμός και πλοίο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμοπλοϊκός
|