ατμόλουτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατμόλουτρο ουδέτερο
- λουτρό με καυτό ατμό. Χρησιμοποιείται & για θεραπεία λόγω της επιρροής του ατμού στο σώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμόλουτρο
|