ατομικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατομικισμός < ατομικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική individualisme)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατομικισμός αρσενικό
- (λόγιο) η μονομερής προσήλωση του ατόμου στον εαυτό του και τα δικά του συμφέροντα
- (λόγιο) θεωρία που προβάλλει την αξία του ατόμου, έναντι του κοινωνικού συνόλου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατομικισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)