ατρόμητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατρόμητα < ατρόμητος < α (στερητικό) + τρόμος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ατρόμητα

  • κάποιος κάνει κάτι χωρίς τρόμο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]