ατσάλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατσάλωση | οι | ατσαλώσεις |
γενική | της | ατσάλωσης | των | ατσαλώσεων |
αιτιατική | την | ατσάλωση | τις | ατσαλώσεις |
κλητική | ατσάλωση | ατσαλώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατσάλωση < ατσαλώ(νω) + -ση < ατσάλι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατσάλωση θηλυκό
- άλλη μορφή του ατσάλωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατσάλωση
|