αυθαδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυθαδιάζω < μεσαιωνική ελληνική αυθαδιάζω < (ελληνιστική κοινήαὐθαδιάζομαι < αρχαία ελληνική αὐθαδίζομαι < αὐθάδης

αυθαδιάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]