αυθορμητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυθορμητισμός < αυθόρμητος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spontanéité)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυθορμητισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος αυθόρμητος, η ιδιότητα του αυθόρμητου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυθορμητισμός