αυλακώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυλακώνω < αυλάκι + -ώνω

αυλακώνω (παθητική φωνή: αυλακώνομαι)

  1. σκάβω αυλάκια, προκειμένου να φυτέψω
    άλλες μορφές: αυλακιάζω, αυλακίζω
  2. (ειδικότερα) σχηματίζω σημάδια ή ρυτίδες
  3. (μεταφορικά) δημιουργώ νοητά αυλάκια, χαράσσω, χαρακώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]