αυλοκόλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυλοκόλακας αρσενικό
- αυτός που κολακεύει τη βασιλική αυλή, το βασιλιά ή τους αυλικούς
- (κατ’ επέκταση) αυτός που κολακεύει κάποια ισχυρά (πολιτικά) πρόσωπα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυλοκόλακας