αυλωθητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυλωθητήρας < αυλός + ωθητήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ramjet)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυλωθητήρας αρσενικό
αυλωθητήρας αρσενικό