αυξήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αυξήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυξάνω
- θα αυξήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυξάνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αυξήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αύξηση