αυξομειωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυξομειωτικός < αυξομειώνω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αυξομειωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αυξομείωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αυξομειώνω, αυξάνω και μειώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυξομειωτικός
|