αυτεπαγγέλτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτεπαγγέλτως < (ελληνιστική κοινή) αὐτεπαγγέλτως
Επίρρημα
[επεξεργασία]αυτεπαγγέλτως
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτεπαγγέλτως
|