αυτοαπομόνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοαπομόνωση | οι | αυτοαπομονώσεις |
γενική | της | αυτοαπομόνωσης* | των | αυτοαπομονώσεων |
αιτιατική | την | αυτοαπομόνωση | τις | αυτοαπομονώσεις |
κλητική | αυτοαπομόνωση | αυτοαπομονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοαπομονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοαπομόνωση θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοαπομόνωση