αυτοδιαφήμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοδιαφήμιση | οι | αυτοδιαφημίσεις |
γενική | της | αυτοδιαφήμισης | των | αυτοδιαφημίσεων |
αιτιατική | την | αυτοδιαφήμιση | τις | αυτοδιαφημίσεις |
κλητική | αυτοδιαφήμιση | αυτοδιαφημίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοδιαφήμιση < αυτοδιαφημίζομαι + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + διαφήμιση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοδιαφήμιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοδιαφημίζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοδιαφήμιση