αυτοδιοικούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτοδιοικούμαι < λείπει η ετυμολογία

αυτοδιοικούμαι

  1. έχω διοικητική αυτονομία, αυτοτέλεια
  2. διοικούμαι (πρώτος) και διοικώ (δεύτερους) δίχως την παρέμβαση έξωθεν παράγοντα (τρίτου)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]