αυτοεγκλωβίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτοεγκλωβίζομαι < αυτο- + εγκλωβίζομαι

αυτοεγκλωβίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]