αυτοεξαίρεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοεξαίρεση | οι | αυτοεξαιρέσεις |
γενική | της | αυτοεξαίρεσης | των | αυτοεξαιρέσεων |
αιτιατική | την | αυτοεξαίρεση | τις | αυτοεξαιρέσεις |
κλητική | αυτοεξαίρεση | αυτοεξαιρέσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.fto.eˈkse.ɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐ε‐ξαί‐ρε‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοεξαίρεση θηλυκό
- (νεολογισμός) η ενέργεια με την οποία κάποιος εξαιρεί τον εαυτό του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ρήτρα της αυτοεξαίρεσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοεξαίρεση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr