αυτοκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοκίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοκίνητος. Συγχρονικά αναλύεται σε αυτο- + -κίνητος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ftoˈci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κί‐νη‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοκίνητος - η - ο
- που κινείται με δικές του δυνάμεις ή μέσα.
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) → δείτε τη λέξη αυτοκίνητο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοκίνητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κίνητος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)