αυτοκατηγορούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αυτοκατηγορούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αυτοκατηγορούμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοκατηγορούμενος
|