αυτοκινητοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοκινητοβιομηχανία < αυτοκίνητ(ο) + -ο- + βιομηχανία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοκινητοβιομηχανία θηλυκό
- ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με το αυτοκίνητο
- βιομηχανική εταιρεία κατασκευής αυτοκινήτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοκινητοβιομηχανία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'βιομηχανία' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)