αυτοκολλητάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αυτοκολλητάκι | τα | αυτοκολλητάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αυτοκολλητάκι | τα | αυτοκολλητάκια |
κλητική | αυτοκολλητάκι | αυτοκολλητάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκολλητάκι < αυτοκόλλητ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτοκόλλητος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.ko.liˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κολ‐λη‐τά‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκολλητάκι ουδέτερο
- μικρό αυτοκόλλητο
- (προφορικό, οικείο, μεταφορικά) λατρεμένο άτομο που είναι συνεχώς μαζί μας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)