αυτοπεριοριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοπεριοριστικός < αυτο- + περιοριστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοπεριοριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυτοπεριορισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή οδηγεί σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αυτοπεριορίζομαι, περιορίζω και όρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοπεριοριστικός
|