αυτοσαρκαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοσαρκαστικός < αυτο- + σαρκαστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοσαρκαστικός,ή,ό
- αυτός που αυτοσαρκάζεται, διακωμωδεί τον ίδιο του τον εαυτό, εκφράζεται με αυτοσαρκασμό
Αυτός που διασύρει σκόπιμα τον εαυτό του και τα ελαττώματα του, με τροπο συνήθως ελεγχόμενο με σκοπό να κερδίσει την συμπάθεια ή να μετριάσει τυχόν αρνητικη κριτική ή σχόλια για τις εμφανείς του ανεπάρκειες.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοσαρκαστικός