αυτοσυσχέτιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυσχέτιση οι αυτοσυσχετίσεις
      γενική της αυτοσυσχέτισης* των αυτοσυσχετίσεων
    αιτιατική την αυτοσυσχέτιση τις αυτοσυσχετίσεις
     κλητική αυτοσυσχέτιση αυτοσυσχετίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυσχετίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτοσυσχέτιση < αυτο- + συσχέτιση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autocorrelation ή serial correlation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αυτοσυσχέτιση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]