αυτοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοτομία θηλυκό
- (βιολογία), (ζωολογία): η συνειδητή απόρριψη μέρους του σώματος ενός οργανισμού έναντι επίθεσης ή κάποιου κινδύνου, όπως π.χ. συμβαίνει με την απόρριψη της ουράς της σαύρας.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοτομία
|