αυτοϊκανοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτοϊκανοποιούμαι < αυτο- + ικανοποιούμαι

αυτοϊκανοποιούμαι

  1. ικανοποιώ τον εαυτό μου
  2. αυνανίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]