αυτόγραφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτόγραφο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autographe < ελληνιστική κοινή αὐτόγραφον[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfto.ɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τό‐γρα‐φο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτόγραφο ουδέτερο
- σημείωμα με αφιέρωση και την υπογραφή ενός συγγραφέα, ηθοποιού, μουσικού κλπ που δίνεται ως αναμνηστικό σε έναν θαυμαστή του
- ↪ Οι θαυμαστές περιτριγύρισαν τον τραγουδιστή για να πάρουν ένα αυτόγραφο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτόγραφο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αυτόγραφο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)