αυτόφωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτόφωρος < αρχαία ελληνική αὐτόφωρος < αὐτο- + -φωρος < φώρ (κλέφτης)
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτόφωρος
- που τον βλέπουν τη στιγμή που κάνει κάτι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φωρ για συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτόφωρος
|