αφανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀφανίζω, ἀφαγνίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφανίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφανίζω

αφανίζω, αόρ.: αφάνισα, παθ.φωνή: αφανίζομαι, π.αόρ.: αφανίστηκα, μτχ.π.π.: αφανισμένος

  • καταστρέφω ολοκληρωτικά, κάνω κάτι να παύει να υπάρχει

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]