αφερματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφερματισμός < αφ- (< από) + ερματισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφερματισμός αρσενικό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αφερματίζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφερματισμός
|