αφηγούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφηγούμαι < αρχαία ελληνική ἀφηγοῦμαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.fiˈɣu.me/

αφηγούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. λέω, αναφέρω, παρουσιάζω γεγονότα με συνεχή ροή λόγου
    ο ναυτικός μάς αφηγήθηκε όλα τα δραματικά γεγονότα από το ναυάγιο
  2. (κατ’ επέκταση) παρουσιάζω μια ιστορία με εικόνες που μπορεί να συνοδεύονται από λόγο
    η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη αφηγείται την ιστορία ενός περιθωριακού νέου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]