αφηνίασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφηνίασμα < αφηνιάζω + -μα < (ελληνιστική κοινή) ἀφηνιάζω < αφ- (ἀπό) + αρχαία ελληνική ἡνία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφηνίασμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφηνιάζω
- (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφηνιάζω
- ≈ συνώνυμα: αποχαλίνωση, μανία
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ηνίο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφηνίασμα
|