αφιλονίκητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφιλονίκητα < αφιλονίκητος + -α < α- + φιλονικώ + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αφιλονίκητα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφιλονίκητα
|