αφισοκολλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφισοκολλητής < αφισοκολλ(ώ) + -ητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφισοκολλητής αρσενικό (θηλυκό αφισοκολλήτρια)
- (επάγγελμα) άτομο που κολλάει αφίσες εθελοντικά ή επαγγελματικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφισοκολλητής