αφρικανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφρικανός αρσενικό (θηλυκό αφρικανή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αφρικανικός
- → και δείτε τη λέξη Αφρική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφρικανός
|