αφροδίσιο νόσημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφροδίσιο νόσημα < → δείτε τις λέξεις αφροδίσιος και νόσημα

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

αφροδίσιο νόσημα ουδέτερο

  • (ιατρική): οποιοδήποτε νόσημα που μεταδίδεται με σεξουαλική πράξη.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]