αφυπηρετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφυπηρετώ < αφ- + υπηρετώ

αφυπηρετώ

  1. (στρατιωτικός όρος, λόγιο) μετά από την περάτωση της στρατιωτικής μου θητείας παίρνω απολυτήριο από το στρατό
     συνώνυμα: απολύομαι, αποστρατεύομαι
  2. (λόγιο) περατώνεται η υπηρεσία που έχω σε κάποιον τομέα και αποσύρομαι απ’ αυτή
     συνώνυμα: συνταξιοδοτούμαι, αποχωρώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]