αφυπνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφυπνίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αφυπνίζω

αφυπνίζομαι

  1. ξυπνώ
  2. (μεταφορικά) επανέρχομαι στην πραγματικότητα, ξεφεύγω από τον ονειρικό κόσμο

Συγγενικά

[επεξεργασία]