αχειροθέτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αχειροθέτητος < μεσαιωνική ελληνική ἀχειροθέτητος < ἀ- + χειροθετώ + -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.çi.ɾoˈθe.ti.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χει‐ρο‐θέ‐τη‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αχειροθέτητος, -η, -ο
- (θρησκεία) που δεν έχει χειροθετηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχειροθέτητος
|