αχιουρές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αχιουρές < τουρκική aşure

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αχιουρές αρσενικό

  1. κρητική ονομασία του ασουρέ, πολίτικου γλυκού απο όσπρια, σπόρους, ξηρούς καρπούς και φρούτα.
  2. (μεταφορικά) πρόσωπο ή πράγμα χωρίς αξία.