αχνοκέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αχνοκέρι τα αχνοκέρια
      γενική
    αιτιατική το αχνοκέρι τα αχνοκέρια
     κλητική αχνοκέρι αχνοκέρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχνοκέρι < αχνός και κερί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχνοκέρι ουδέτερο

  • το κεράκι που φέγγει αδύναμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]