αχνότρεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αχνότρεμος
- (λογοτεχνικό) που τρέμει ελαφρά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχνότρεμος
|