αχρηματοδότητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αχρηματοδότητος < α- στερητικό + χρηματοδοτώ, χρηματοδοτη- + -τος. Μορφολογικά αναλύεται σε α- + χρηματο- + -δότητος.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.xɾi.ma.toˈðo.ti.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χρη‐μα‐το‐δό‐τη‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αχρηματοδότητος, -η, -ο
- που δεν χρηματοδοτείται ή δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αχρήματος
- → δείτε τις λέξεις χρηματοδοτώ, χρήμα, δότης και δίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχρηματοδότητος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αχρηματοδότητος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χρηματο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δότητος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)