αχρωμάτιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αχρωμάτιστα < αχρωμάτιστος + -α < αρχαία ελληνική ἀχρωμάτιστος
Επίρρημα
[επεξεργασία]αχρωμάτιστα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχρωμάτιστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αχρωμάτιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αχρωμάτιστος