αψηλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αψηλός | η | αψηλή | το | αψηλό |
γενική | του | αψηλού | της | αψηλής | του | αψηλού |
αιτιατική | τον | αψηλό | την | αψηλή | το | αψηλό |
κλητική | αψηλέ | αψηλή | αψηλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αψηλοί | οι | αψηλές | τα | αψηλά |
γενική | των | αψηλών | των | αψηλών | των | αψηλών |
αιτιατική | τους | αψηλούς | τις | αψηλές | τα | αψηλά |
κλητική | αψηλοί | αψηλές | αψηλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αψηλός < ψηλός (εικάζεται ότι προέκυψε από την λαϊκότροπη αιτιατική ενανα-ψηλό)
Επίθετο
[επεξεργασία]αψηλός,ή,ό
- ο ψηλός