αἰχμαλωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αἰχμαλωσία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι αιχμάλωτος
- σύνολο αιχμαλώτων
Δείτε επίσης : αιχμαλωσία |
αἰχμαλωσία θηλυκό