αὐτοκασίγνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάσις, κασίγνητος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτοκασίγνητος < αὐτο- + κασίγνητος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αὐτοκασίγνητος


Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη κάσις (αδελφός / -ή)