αὐτομαχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτομαχέω < αὐτός + μάχομαι

αὐτομαχέω

  • δίνω μόνος τη μάχη μου, π.χ. στο δικαστήριο