αὐτονομέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αὐτονομέομαι < αὐτόνομος
Ρήμα
[επεξεργασία]αὐτονομέομαι αὐτονομοῦμαι
- ζω ανεξάρτητα, καθορίζω την προσωπική ή πολιτική ζωή μου με δικούς μου νόμους και κανόνες